παραπονεύομαι
Смотреть что такое "παραπονεύομαι" в других словарях:
παραπονεύομαι — βλ. παραπονιέμαι … Dictionary of Greek
παραπόνεμα — το [παραπονιέμαι / παραπονεύομαι] το παράπονο … Dictionary of Greek
παραπονεύομαι — βλ. παραπονιέμαι … Dictionary of Greek
παραπόνεμα — το [παραπονιέμαι / παραπονεύομαι] το παράπονο … Dictionary of Greek